- μαίομαι
- μαίομαι, αιολ. τ. και μάομαι (Α)1. αναζητώ, ερευνώ («ἥ τ' ὄρνισι κατοικιδίῃσιν ὄλεθρον μαίεται», Νικ.)2. επιδιώκω, επιζητώ, επιθυμώ («μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῑν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μαίομαι πιθ. < *μασ-jο-μαι, με επένθεση τού j και σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -σ- (πρβλ. μάσσασθαι, αόρ., και επίθ. ἀ-προτί-μαστος). Η λ. με τη σημ. «ψηλαφώ, αγγίζω» ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mās- (< ΙΕ ρίζα *mā- «γνέφω με το χέρι, απατώ», με παρέκταση -s-) και συνδέεται με λ. που σημαίνουν «γνέφω με το χέρι» (πρβλ. αρχ. σλαβ. na-ma-jo, -jati «γνέφω», λιθουαν. mo-ju, -ti «γνέφω», mos-uoti «κουνώ, κραδαίνω»), καθώς και με το ρ. μηνύω*. Η λ. με τη σημ. «επιδιώκω, προσπαθώ» συνδέεται πιθ. με τα μαιμάω, μῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.